- παλλιάτα
- ητο ένα από τα δύο είδη τής λατινικής κωμωδίας, το οποίο είχε ελληνική υπόθεση, σε αντιδιαστολή προς την τογκάτα, η οποία είχε ρωμαϊκή υπόθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palliata «ελληνική κωμωδία» (< pallium «ελληνικό ιμάτιο, τρίβων»)].
Dictionary of Greek. 2013.